ἐκφοβῶ

ἐκφοβῶ
ἐκφοβέω
alarm
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἐκφοβέω
alarm
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
ἐκφοβέω
alarm
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἐκφοβέω
alarm
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκφοβώ — ( έω) (AM ἐκφοβῶ) εκφοβίζω* …   Dictionary of Greek

  • εκφοβίζω — και εκφοβώ ( έω) (Α ἐκφοβῶ) κάνω κάποιον να φοβηθεί, προξενώ φόβο, τρομάζω, φοβίζω, φοβερίζω αρχ. παθ. ἐκφοβοῡμαι φοβούμαι πολύ, κατατρομάζω …   Dictionary of Greek

  • εκφόβηση — και εκφόβιση, η (AM ἐκφόβησις και ἐκφόβισις) η ενέργεια τού εκφοβώ*, φόβισμα, φοβέρισμα, εκφοβισμός, απειλή …   Dictionary of Greek

  • προεκφοβώ — έω, Α [ἐκφοβῶ] εκφοβίζω προηγουμένως, προκαλώ φόβο προηγουμένως σε κάποιον («τοὺς πολεμίους τῇ προδηλώσει προεκφοβοῡντες», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • προσεκφοβώ — έω, Α [ἐκφοβῶ] εκφοβίζω επιπροσθέτως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”